καρατόμοις

καρατόμοις
καρ̱ατόμοις , καράτομος
beheaded
masc/fem/neut dat pl
καρατόμος
masc/fem/neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καράτομος — καράτομος, ον (Α) 1. καρατομημένος, αποκεφαλισμένος 2. (για πλεξίδες μαλλιών) αυτός που έχει κοπεί από το κεφάλι («καρατόμοις χλιδαῑς» με πλοκάμους κομμένους από το κεφάλι, Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρα (1) «κεφάλι» + τομος (< τόμος < τέμνω),… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”